ψαλταναγνώστης

ψαλταναγνώστης
ὁ, ΜΑ
(ως κατώτερο εκκλησιαστικό αξίωμα) ψάλτης με το αξίωμα αναγνώστη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάλτης + ἀναγνώστης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”